- εξελκωτικός
- -ή, -ό1. που προκαλεί εξέλκωση.2. που παθαίνει εξελκώσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξελκωτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί εξέλκωση 2. (για πρόσ.) ο γεμάτος πληγές … Dictionary of Greek